νεροτριβή — η 1. η κατεργασία χοντρών υφασμάτων (βελεντζών, κουβερτών) με το χτύπημα του νερού που πέφτει με δύναμη. 2. ο τόπος ή οι εγκαταστάσεις για νεροτριβή: Στείλαμε τις κουβέρτες στη νεροτριβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο Υδροκίνησης (Δημητσάνας, Υπαίθριο) — Το μοναδικό στην Ελλάδα, και από τα λιγοστά στον κόσμο, υπαίθριο μουσείο υδροκίνησης άρχισε να λειτουργεί το 1997, ύστερα από δέκα χρόνια έρευνας και ανακατασκευής των κτιρίων από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα της Ελληνικής Τράπεζας… … Dictionary of Greek
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek
υδροτριβή — η, Ν η νεροτριβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + τριβή. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… … Dictionary of Greek